πολύβοος

πολύβοος
πολύ-βοος, mit vielen Rindern

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύβοος — η, ο / πολύβοος, ον, ΝΜΑ, και πολύβουος, Ν αυτός που εκπέμπει πολλή βοή, πολύ θόρυβο («πολύβοη αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοος (< βοή) πρβλ. μεγαλό βοος] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”